Λίγοι υπηρετούν την Αλήθεια γιατί λίγοι έχουν τη θέληση και λιγότεροι τη δύναμη για να είναι δίκαιοι

-"Μητρός τε και πατρὸς και των άλλων προγόνων απάντων τιμιώτερόν εστιν η Πατρὶς και σεμνότερον και αγιώτερον και εν μείζονι μοίρα και παρα θεοίς και παρ᾿ ανθρώποις τοις νουν έχουσι." -
-"Έστ' ήμαρ ότε Φοίβος πάλιν ελεύσεται καί ές αεί έσεται"
- "Άλ, εσύ που είσαι το Φως, έλα στη Γή!
Κι εσύ Έλ ρίξε τις ακτίνες σου στην ιλύ που ψήνεται
(που βρίσκεται σε κατάσταση αναβρασμού).
Ας γίνει ένα καταστάλαγμα (μια ξηρά)
για να μπορέσουν τα Εγώ να ζήσουν, να υπάρξουν
και να σταθούν πάνω στην παλλόμενη Γη.
Ας μην επικρατήσει η νύχτα, που είναι το μικρόν,
και κινδυνέψει να ταφεί (να σβήσει, να χαθεί)
το καταστάλαγμα του πυρός μέσα στην αναβράζουσα ιλύ,
και ας αναπτυχθεί η Ψυχή, που είναι το μέγιστο,
το σημαντικότερο όλων!"

Αρχειοθήκη ιστολογίου

Τετάρτη 7 Δεκεμβρίου 2016

Δεν Συνηθίζεται στους Έλληνες να Προσκυνούν Κανέναν.

aspida-ouk-eithistai-tous-ellisi-proskyneein-min-696x392

ΟΥΚ ΕΙΘΙΣΤΑΙ ΤΟΙΣ ΕΛΛΗΣΙ ΠΡΟΣΚΥΝΕΕΙΝ (Δεν συνηθίζεται στους Έλληνες να προσκυνούν)

-«Αν δεν προσκυνήσετε τον μεγάλο βασιλιά θα σας θανατώσουμε».
-«Θανατώστε μας, άλλωστε για αυτό ήρθαμε, αλλά δεν προσκυνάμε!».
Όταν, στην πρώτη εκστρατεία των Περσών, ο Δαρείος έστειλε κήρυκες στην Σπάρτη, όπως έκανε και σε όλες τις πόλεις της Ελλάδος, για να ζητήσουν «γην και ύδωρ», οι Λακεδαιμόνιοι τους πέταξαν σε ένα πηγάδι και τους καλούσαν να πάρουν από κει «γην και ύδωρ» και να τα παν στον βασιλιά τους..
Στους Λακεδαιμονίους, λοιπόν, ξέσπασε ο θυμός του Ταλθυβίου, του κήρυκα του Αγαμέμνονος. Γιατί στην Σπάρτη υπάρχει ναός του Ταλθυβίου, ζουν και οι απόγονοί του, οι ονομαζόμενοι Ταλθυβιάδες, που τους έχουν δοθεί ως τιμητικό προνόμιο όλες οι αποστολές κηρύκων που στέλνει η Σπάρτη.
Εξ αιτίας όμως αυτού του γεγονότος, οι Σπαρτιάτες έκαναν θυσίες αλλά άδικα περίμεναν αίσια προμηνύματα. Κι αυτό κράτησε πολύ καιρό στην πόλη τους.
Και καθώς οι Λακεδαιμόνιοι αγανακτούσαν και το θεωρούσαν μεγάλη συμφορά, συγκαλούσαν πολλές φορές συνέλευση των πολιτών τους κι ο κήρυκας φώναζε:
«Ποιος Σπαρτιάτης δέχεται με την θέλησή του να δώσει την ζωή του για την Σπάρτη; »
Τότε λοιπόν παρουσιάσθηκαν ο Σπερθίας, ο γιος του Ανηρίστου, κι ο Βούλις, ο γιος του Νικολάου, Σπαρτιάτες που κι από την φύση τους ήσαν προικισμένοι με χαρίσματα κι από την πλουσιότερη τάξη της πόλης, ανέλαβαν εθελοντικά να τιμωρηθούν από τον Ξέρξη για την θανάτωση των κηρύκων του Δαρείου στην Σπάρτη.
Έτσι οι Σπαρτιάτες τους έστειλαν στους Πέρσες για να θανατωθούν.
Αξιοθαύμαστη στάθηκε και αυτή η τολμηρή πράξη των ανδρών αυτών, αλλά κοντά σ’ αυτήν και τα λόγια τους. Δηλαδή, στην πορεία τους προς τα Σούσα φθάνουν στην αυλή του Υδάρνη.
Κι ο Υδάρνης, Πέρσης στην καταγωγή, ήταν διοικητής των στρατιωτικών δυνάμεων στα παραθαλάσσια της Μικράς Ασίας· αυτός τους φιλοξένησε κάνοντάς τους το τραπέζι· και πάνω στο τραπέζι, τους ρώτησε:
» Άνδρες Λακεδαιμόνιοι, γιατί δεν δέχεσθε να γίνετε φίλοι του βασιλιά; Να, βλέπετε πώς ξέρει ο βασιλιάς να τιμά τους άνδρες που έχουν αρετή, ρίχνοντας μία ματιά σε μένα και την θέση που κατέχω. Έτσι λοιπόν κι εσείς, αν γίνετε άνθρωποι του βασιλιά (γιατί έχει σχηματίσει την γνώμη πως είσθε άνδρες με αρετή), ο καθένας σας θα μπορούσε να εξουσιάζει μία περιοχή της Ελλάδος που θα του παραχωρούσε ο βασιλιάς.»
Η απόκρισή τους ήταν η εξής:
«Υδάρνη, η συμβουλή που μας απευθύνεις στηρίζεται σε μονόπλευρη εμπειρία· γιατί μας συμβουλεύεις για δύο πράγματα, που το ένα τους το δοκίμασες, το άλλο όμως όχι· δηλαδή γνωρίζεις πολύ καλά πώς ζουν οι δούλοι, όμως δεν δοκίμασες έως σήμερα την ελευθερία, τι άραγε να ’ναι, γλυκό η όχι. Γιατί αν κάποτε την δοκίμαζες, θα μας συμβούλευες να αγωνιζόμαστε γι’ αυτήν όχι μονάχα με δόρατα, αλλά και με πελέκεις (με τσεκούρια).»
Αυτή την απάντηση έδωσαν στον Υδάρνη.
Η συνέχεια είναι εξ ίσου εντυπωσιακή.
«Κι από κει ανέβηκαν στα Σούσα· κι όταν παρουσιάσθηκαν στον βασιλιά πρώτα πρώτα, ενώ οι σωματοφυλακές του τους πρόσταζαν, ασκώντας βία, να πέσουν και να προσκυνήσουν τον βασιλιά, δεν δέχθηκαν με κανέναν τρόπο να το κάνουν, όσο κι αν εκείνοι τους έσπρωχναν το κεφάλι προς τα κάτω· γιατί, επέμεναν πως ούτε στον νόμο τους είναι γραμμένο να προσκυνούν άνθρωπο ούτε γι’ αυτό ήλθαν (ούτε γαρ σφι εν νόμω είναι άνθρωπον προσκυνέειν ούτε κατά ταύτα ήκειν), [Ηροδότου Ιστορία, βιβλίο 7ο, 136, 5-6]
Κι αφού με αγώνα απέφυγαν την προσκύνηση, κατόπιν λένε τα εξής και με το ακόλουθο περίπου περιεχόμενο:
«Βασιλιά των Μήδων, εμάς μας έστειλαν οι Λακεδαιμόνιοι ως αντιστάθμισμα για τους κήρυκές σας που θανατώθηκαν στην Σπάρτη, για να πληρώσουμε εμείς για τον θάνατό τους.»
{Μετά από σύντομη συνομιλία, ο Ξέρξης δείχνοντας μεγαλοψυχία τούς χάρισε τη ζωή.
ΟΥΚ ΕΛΛΗΝΙΚΟΝ ΤΟ ΠΡΟΣΚΥΝΕΙΝ!
ouk-eithiste-tois-ellisi-proskynein-min-696x720Στον Αρχαίο Ελληνικό κόσμο, η περηφάνια ήταν ένα συναίσθημα ανεπτυγμένο σε τέτοιον βαθμό, ώστε το προσκύνημα σε άλλον άνθρωπο (οποιοσδήποτε κι αν ήταν αυτός), θεωρούνταν πράξη κατάπτυστη, που μόνο βάρβαροι θα μπορούσαν να την τελέσουν.
Ακόμη κι όταν ήθελαν να προσευχηθούν στους θεούς τους, ούτε έσκυβαν κι ούτε γονάτιζαν, αλλά έτειναν τα χέρια προς τον ουρανό.
Στα Αρχαία Ελληνικά κείμενα, υπάρχει πλήθος επικριτικών και καταδικαστικώναναφορών για το προσκύνημα. Αναφέρονται ενδεικτικά:

«Οι Αιγύπτιοι δεν ομοιάζουν με τους Έλληνες· αντί να χαιρετηθούν όταν συναντηθούν στους δρόμους, προσκυνούν κατεβάζοντας μέχρι το γόνατο το χέρι» (Ηρόδοτος, «Ευτέρπη», 80).

«Το προσκύνημα αφορά μόνον τους βάρβαρους» (Δημοσθένης 549.16).

«Οι Πυθαγόρειοι απείχαν από δεήσεις και ικεσίες κι από κάθε είδους ανελεύθερη κολακεία, ως άνανδρες και ταπεινές» (Ιάμβλιχος, «Πυθαγορικός Βίος», 236).

«Ο Μίνως, ως δικαστής στον Άδη, απέστελλε στους χώρους των ασεβών και τις ψυχές όσων είχαν την απαίτηση ή απλώς ανέχονταν να προσκυνούνται ενόσω ζούσαν» (Λουκιανός, «Νεκυομαντεία», 473).

Και μετά ήρθε ο Ιουδαιοχριστιανισμός…
Την θέση της περηφάνιας, πήρε η «ταπεινότητα» και η οσφυκαμψία.
Η εξαίρεση, έγινε κανόνας…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου