

Πριν χιλιάδες χρόνια ένα ανθρώπινο χέρι ζωγράφισε στους τοίχους μιας σπηλιάς στην Αλταμίρα σκηνές από κυνήγι. Τα σχέδια αυτά είναι από τα πρώτα γνωστά δείγματα «τέχνης» μέχρι σήμερα. Τι εξυπηρετούσαν; Ήταν τέχνη, ήταν κάποιου είδους ιερή απεικόνιση ή μήπως καταγραφή πληροφοριών, μηνυμάτων για άλλες ομάδες ή επόμενες γενιές; Εκείνη την εποχή στην αυγή του πολιτισμού, αυτοί οι τρεις κύριοι πνευματικοί τομείς, τέχνη, θρησκεία και επιστήμη ήταν μια αδιαχώριστη ενότητα.
Από τότε το ανθρώπινο πνεύμα αλλά παράλληλα και οι ανθρώπινες κοινωνίες πέρασαν πολλές φάσεις εξέλιξης για να διαχωριστούν σταδιακά με τους αιώνες η τέχνη από την επιστήμη και τη θρησκεία.
Αυτό μπορεί να το ιχνηλατήσει κανείς παίρνοντας κάποια τυχαία αλλά χαρακτηριστικά στιγμιότυπα της ιστορίας του ανθρώπινου πνεύματος.
Λόγου χάριν, οι σαμάνοι που υπάρχουν ακόμη σε κάποιες φυλές, διατηρούν ως και τις μέρες μας πανάρχαια ανθρωπολογικά στοιχεία. Είναι ταυτόχρονα ιερείς, θεραπευτές, γνωρίζουν τα μυστικά της φύσης, ξέρουν τη δράση των φυτών, διαβάζουν τα σημάδια του καιρού και μπορούν και εισέρχονται σε έναν άλλο, απροσπέλαστο για τους υπόλοιπους, αόρατο κόσμο και να αντλούν από αυτόν γνώση. Ο σαμάνος με το τραγούδι του, τα ζωγραφιστά σύμβολα, τον τελετουργικό χορό του χρησιμοποιεί την τέχνη ως όχημα για να περάσει ή να περιγράψει τον άλλο κόσμο.
Στην αρχαία Αίγυπτο, επιστήμη, γραφή, μαθηματικά, γεωμετρία κ.λ.π. ήταν προνομιακή γνώση ενός μυημένου ιερατείου με κοσμική και θρησκευτική εξουσία. Τα αιγυπτιακά ιερόγλυφα, οι στολισμοί των παλατιών, τα αγάλματα που φυλάγανε τις εισόδους των ναών στα μάτια ενός σύγχρονου ανθρώπου μοιάζουν έργα τέχνης. Όμως δεν ήταν καλλιτεχνικός τότε ο ρόλος τους. Δημιουργήθηκαν για να εξυπηρετήσουν θρησκευτικούς σκοπούς αλλά και να καταγράψουν σημαντικές πληροφορίες, όπως λ.χ. τις κινήσεις των πλανητών που καθόριζαν τη ροή του Νείλου και είχαν ιερό χαρακτήρα.
Αντίστοιχα συνέβαιναν παλαιότερα στη Μεσοποταμία. Τα κείμενα, τα γλυπτά και οι ανάγλυφες παραστάσεις στα ιερά κτήρια, εξυπηρετούσαν μεν την καταγραφή γνώσεων και πληροφοριών με χαρακτήρα ιερό και λατρευτικό, όμως σήμερα τα αντιμετωπίζουμε συχνά ως έργα τέχνης.
Πρώτη φορά στην αρχαία Ελλάδα η τέχνη αυτονομείται από το ιερό και τη φιλοσοφική αναζήτηση. Από το λατρευτικό ξόανο κι αργότερα τους Κούρους - Ήρωες που ο ρόλος τους ήταν σε μεγάλο βαθμό ιερός, περνάμε σε απεικονίσεις και γλυπτά που βρίσκονται σε δημόσιους ή ιδιωτικούς χώρους με ρόλο αποκλειστικά αναπαραστατικό και συχνότατα ανεξάρτητο από το θρησκευτικό χαρακτήρα.
Σε πιο κοντινά μας ιστορικά χρόνια, παρατηρούμε ότι πισωγυρίζοντας ο πολιτισμός κατά τον Μεσαίωνα στην Ευρώπη καταδυναστεύεται από την εκκλησία που αποφασίζει ακόμη και για την ορθότητα κι επιστημονικών θεωριών με μοναδικό κριτήριο αυτές να επιβεβαιώνουν τα θεολογικά δόγματα. Παρομοίως, η τέχνη την εποχή τούτη εξυπηρετεί την εκκλησία και σχεδόν ολοκληρωτικά η καλλιτεχνική παραγωγή είτε έμμεσα είτε άμεσα συνδέεται και πάλι με το ιερό.
Είναι η εποχή που την απόλυτη και αποκλειστική δικαιοδοσία για τον πνευματικό κόσμο την κρατά η επίσημη εκκλησία. Ένα ανελέητο κυνήγι εξαπολύεται εναντίον κάθε απόπειρας πνευματικής αναζήτησης εκτός των εκκλησιαστικών κύκλων. Κάθε πνευματικός αναζητητής ή ομάδα αναγκάζεται να κρυφτεί στην αφάνεια. Χιλιάδες άνθρωποι που επιχειρούν να ερευνήσουν τον πνευματικό κόσμο έξω από τους κόλπους της επίσημης εκκλησίας καίγονται στην πυρά ή υφίστανται κάθε λογής φρικτά βασανιστήρια ως αιρετικοί.

Τον 18ο αιώνα κατά την περίοδο του Διαφωτισμού, οι μεγάλες επαναστάσεις παρακινούνται από τον Ουμανισμό. Στη διακήρυξη του ιδεώδους της ελευθερίας, υπάρχει θέση και για την ελευθερία του πνεύματος. Δημιουργούνται λοιπόν οι προϋποθέσεις για την τελειωτική αυτονόμηση και ανεξαρτησία των τεχνών, των επιστημών και της φιλοσοφικής σκέψης.
Εκείνη την εποχή με τις επαναστάσεις ανέρχεται και γίνεται άρχουσα η τάξη των αστών που έχουν στα χέρια τους τις επιστήμες, οπότε την παραγωγή και κατ’ επέκταση το χρήμα. Επαναστατούν εναντίον της μοναρχίας και σχεδιάζουν, χτίζουν, έναν καινούριο κόσμο. Απελευθερώνουν κάθε πνευματική δραστηριότητα από την απόλυτη καταδυνάστευση της εκκλησίας. Αυτό επηρεάζει και την τέχνη οπότε και την απελευθερώνει και ως προς την τεχνοτροπία αλλά και την εκφραστικότητα και τη θεματολογία.
Στα χρόνια του 19ου αιώνα η καθαρή γνώση κάνει πλέον άλματα αποκτώντας πρακτική εφαρμογή μέσω της τεχνολογίας και της συνέπειας της βιομηχανικής παραγωγής.
Νέες θεωρίες και επιστήμες αναδύονται,-όπως η θεωρία της σχετικότητας, η κβαντομηχανική, η διάσπαση του ατόμου, η ψυχανάλυση-, επηρεάζουν τούς άνθρωπους που αρχίζουν να νιώθουν κυρίαρχοι ενός κόσμου που δείχνει να είναι ένα καλοκουρντισμένο μηχάνημα όπου όλα μπορούν να προβλεφθούν αιτιοκρατικά. Υπάρχει η πίστη ότι ο άνθρωπος αργά ή γρήγορα θα είναι παντοδύναμος ώστε μόνο και μόνο εξαιτίας της τεχνολογίας θα καταφέρει να λύσει όλα τα προβλήματα της ανθρωπότητας.

Οι παγκόσμιοι πόλεμοι δημιουργούν ένα κύμα ανθρώπων που νιώθουν απογοητευμένοι για την πορεία που ακολουθεί ο άνθρωπος. Η εκκλησία ακόμη επιβάλλεται όχι βέβαια με την ένταση των μεσαιωνικών χρόνων, αλλά με το πρόσχημα της απόλυτης εξουσίας πάνω σε κάθε τι που αφορά τον πνευματικό κόσμο.
Επίσης, νέα κοινωνικά ιδεώδη εγείρουν νέες επαναστάσεις και γεμίζουν ελπίδα εκείνη την εποχή τα στήθη ανθρώπων σε όλα τα μήκη και τσα πλάτη της Γης.
Κυρίαρχο δόγμα του ρεύματος των ανθρώπων που αποζητούν έναν δίκαιο κόσμο για όλους γίνεται ο υλισμός. Αυτό είναι μια φυσιολογική αντίδραση ενάντια στις ιδεαλιστικές αρχές που πρεσβεύει η εκκλησία που έχει καταπιέσει τα πλήθη εκατοντάδες χρόνια.
Δίπλα στις κοινωνικές ζυμώσεις που συντελούνται, η τέχνη, απολύτως ανεξάρτητη πλέον, επιχειρεί να διαδραματίσει έναν ευρύτερο κοινωνικό ρόλο. Στρατεύεται και μπαίνει ένθερμη στον αγώνα δημιουργίας ενός κόσμου πιο δίκαιου, πιο ελεύθερου, στον οποίο το ανθρώπινο πνεύμα πέρα από κάθε προκατάληψη θα μπορεί να κινηθεί έξω από τα καθιερωμένα πρότυπα και να φέρει στην καθημερινή ζωή τη βαθύτερη αληθινή ουσία των πραγμάτων.
Διάφορα ρεύματα τέχνης ήδη από τον 19ο αιώνα αποζητούν την προσέγγιση αυτής της υπέρτατης αλήθειας. Ρομαντισμός, ιμπρεσιονισμός, εξπρεσιονισμός, αρτ νουβό, φωβισμός, κυβισμός εμφανίζονται αναπαριστώντας έναν κόσμο αντίστοιχο με αυτόν που και η επιστήμη εξελισσόμενη αποκαλύπτει.
Η τέχνη στρέφεται εσωτερικά ψάχνοντας να βρει και να αποτυπώσει τι συμβαίνει μέσα στον καλλιτέχνη, άρα τον άνθρωπο, γυρνά συνάμα το βλέμμα προς τα έξω και παράλληλα με την εξέλιξη της φιλοσοφίας και της επιστήμης αναζητά να αναγνωρίσει τον κόσμο. Έχει φτάσει δηλαδή η εποχή που η τέχνη επιχειρεί να διερευνήσει περιοχές που μέχρι πρόσφατα μόνο το ιερό ή η επιστήμη είχε δικαιοδοσία να προσεγγίζει. Βρισκόμαστε δηλαδή σε μια εξελικτική σπείρα που ιερό, επιστήμη και τέχνη επαναπροσεγγίζονται αλλά αυτή την φορά σε ένα τελείως διαφορετικό πλαίσιο. Κάθε μία ανεξάρτητη πλέον διευρύνει το πεδίο δράσης της και επιχειρεί να διεισδύσει στις επικράτειες της άλλης.
Αυτά τα τρία στοιχεία, πρώτον ο ριζοσπαστικός κοινωνικός ρόλος, δεύτερο η αναζήτηση και προβολή της βαθύτερης κρυμμένης αλήθειας των πραγμάτων, και τρίτο η έκφραση των νέων πραγματικοτήτων που φανερώνουν οι σύγχρονες επιστήμες, είναι τα κυρίαρχα ζητήματα που έχουν πλέον ωριμάσει μέσα στις συνειδήσεις των καλλιτεχνών ώστε να γεννηθεί το κίνημα του σουρεαλισμού.

Ο υπερρεαλισμός ή σουρεαλισμός εμφανίστηκε σαν κίνημα τέχνης στις αρχές του 20ου αιώνα κυρίως στο χώρο της λογοτεχνίας και εξελίχθηκε σε ένα ευρύτερο καλλιτεχνικό και πολιτικό ρεύμα. Διαδέχθηκε τον ντανταϊσμό, πιστεύει και επιχειρεί να προσεγγίσει και να εκφράσει έναν κόσμο ευρύτερο, πιο αληθινό από αυτόν που αντιλαμβάνονται οι πέντε αισθήσεις.
Αυτόν τον κόσμο κατά τον Ν. Βαλαωρίτη οι αριστοτελικοί τον πιστεύουν ως φανταστικό, οι πλατωνικοί ως αληθινό. Με όχημα τη φαντασία και το όνειρο, τη βοήθεια της ψυχανάλυσης και βαθιά επηρεασμένος από αυτήν, είναι ένα κίνημα καλλιτεχνικό που δηλώνει ότι ζητά να αλλάξει τον κόσμο. Ζητά να αποκαλύψει στον άνθρωπο αυτόν τον υπερκόσμο, την υπερπραγματικότητα που μόνο με το πνεύμα προσεγγίζεται. Αυτή η νέα διευρυμένη αντίληψη των ορίων του πραγματικού είναι τόσο επαναστατική διότι μυεί όλους τους ανθρώπους στη γνώση των πραγματικών και βαθύτερων αξιών της ζωής και διαχωρίζει το ουσιαστικό από το ανούσιο.
Στη φύση του επαναστατικό κίνημα, ο υπερρεαλισμός επιδίωξε πολλές ριζοσπαστικές αλλαγές στο χώρο της τέχνης αλλά και της σκέψης γενικότερα, ασκώντας επίδραση σε μεταγενέστερες γενιές καλλιτεχνών. Τα μέλη του αντέδρασαν σε αυτό που οι ίδιοι ερμήνευαν ως μία βαθιά κρίση του Δυτικού πολιτισμού, προτείνοντας μία ευρύτερη αναθεώρηση των αξιών, σε κάθε πτυχή της ανθρώπινης ζωής, στηριζόμενοι στις ψυχαναλυτικές θεωρίες του Φρόυντ και στα πολιτικά ιδεώδη του Μαρξισμού. Ως κύριο μέσο έκφρασης, τόσο στη λογοτεχνία όσο και στις εικαστικές τέχνες, προέβαλαν τον «αυτοματισμό», επιδιώκοντας τη διερεύνηση του ασυνειδήτου, την απελευθέρωση της φαντασίας «με την απουσία κάθε ελέγχου από τη λογική» και διακηρύσσοντας τον απόλυτο μη κομφορμισμό.
Ο Απολλιναίρ εισήγαγε τον όρο αρκετά αφηρημένα, χωρίς να προτείνει μία νέα καλλιτεχνική σχολή ή θεωρία. Μετέπειτα ο Αντρέ Μπρετόν ενσωμάτωσε στον υπερρεαλισμό όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά που τον θεμελίωσαν ως κίνημα, όπως τις θεωρίες του Φρόυντ για τα όνειρα ή το ασυνείδητο και κυρίως τον αυτοματισμό.
Στο ίδιο το Σουρρεαλιστικό Μανιφέστο που δημοσιεύτηκε το 1924, ο Μπρετόν έδωσε στη λέξη τον ακόλουθο ορισμό:
Σουρρεαλισμός, ουσ. αρ. Αυτοματισμός ψυχικός, καθαρός, με τον οποίο προτίθεται κανείς να εκφράσει είτε προφορικά είτε γραπτά είτε με οποιονδήποτε άλλο τρόπο την πραγματική λειτουργία της σκέψης. Υπαγόρευση της σκέψης με την απουσία κάθε ελέγχου από τη λογική, έξω από κάθε προκατάληψη αισθητική ή ηθική.
Εγκυκλ. Φιλοσ. Ο σουρεαλισμός στηρίζεται στην πίστη στην ανώτερη πραγματικότητα ορισμένων συσχετισμών αγνοημένων ως τώρα, στην παντοδυναμία του ονείρου. Στο αδιάφορο παιχνίδι της σκέψης. Τείνει να καταλύσει όλους τους άλλους ψυχικούς μηχανισμούς και να μπει στη θέση τους υποσχόμενος τη λύση των κυριότερων προβλημάτων της ζωής.
Ο σουρεαλισμός ως κίνημα καλλιτεχνικό επηρέασε το σύγχρονο πολιτισμό κι από τις τάξεις του πέρασαν αμέτρητοι καλλιτέχνες. Τις κύριες αρχές του όμως έθεσε ο Αντρέ Μπρετόν με τα δύο σουρεαλιστικά μανιφέστα και άλλα θεωρητικά κείμενα. Ο Αντρέ Μπρετόν πληθωρικός και πολυτάλαντος, θαρραλέος χαρακτήρας βάδισε τη ζωή του απόλυτα αφοσιωμένος στο σουρεαλιστικό κίνημα και στην πεποίθηση ότι ο κόσμος μπορεί και οφείλει να βελτιωθεί κοινωνικά και να γίνει καλύτερος για όλους. Αν κάποιος θέλει να ερευνήσει κάτι σχετικό με τις αρχές του σουρεαλισμού οφείλει να ανατρέξει στις πηγαίες του θεωρητικές διατυπώσεις, λαμβάνοντας παράλληλα υπόψη ότι σε ένα τόσο μακρόβιο, πολυσχιδές και ελεύθερο κίνημα υπάρχουν πολλές διαφορετικές και καμιά φορά αποκλίνουσες απόψεις.

Το όνειρο είναι το σημείο όπου συναντιούνται οι δύο κόσμοι, ο πνευματικός κι ο πραγματικός. Σύμφωνα με τις εσωτερικές παραδόσεις, αυτός που κοιμάται έχει αφήσει τη συνείδηση του πραγματικού κόσμου κι έχει αφυπνισθεί μέσα στον πνευματικό. Η περιοχή όπου οδεύουμε όταν κοιμόμαστε είναι η πλησιέστερη -αν όχι σε κάποιες περιπτώσεις η ίδια- με εκείνη που πηγαίνουμε με το θάνατο. Είναι ο πνευματικός κόσμος. Αν κάποιος μπορεί διατηρώντας τη συνείδησή του ξυπνητή να εισέρχεται στον κόσμο του ονείρου και να επιστέφει διατηρώντας στη μνήμη του όλα τα εκεί βιώματα, τότε είναι σε θέση να μεταφέρει πολλές αλήθειες στην καθημερινότητα. Βέβαια δεν είναι εύκολο αυτές οι αλήθειες να διατυπωθούν με το λόγο. Οι καταστάσεις που συναντά κανείς στον πνευματικό κόσμο είναι ευρύτερες και πολύ διαφορετικές από αυτές που ισχύουν στον κόσμο της καθημερινότητας. Θα μπορούσαμε να πούμε πολύ απλοϊκά ότι όπως δεν μπορεί να περιγραφεί ένα χρώμα με λόγια σε κάποιον τυφλό, είναι αντίστοιχα δύσκολο κάποιες φορές να περιγραφούν στοιχεία του πνευματικού κόσμου με λέξεις. Η συνείδησή μας πολλές φορές δεν έχει τη δυνατότητα να συλλάβει το βίωμα σε όλη του τη διάσταση οπότε και δεν μπορεί να το περιγράψει.
Οι σουρεαλιστές λοιπόν έφτασαν να ανιχνεύουν μέσα από την τέχνη τους ακριβώς αυτό τον κόσμο. Πειραματίζονται να τον προσεγγίσουν όντας ξύπνιοι μέσα στην εδώ πραγματικότητα. Με όχημα την έμπνευση, την ενατένιση και άλλες ψυχικές λειτουργίες, προσπαθούν αφήνοντας το πνεύμα ελεύθερο να ανυψωθούν στον πνευματικό κόσμο. Οι σουρεαλιστές καλλιτέχνες ψάχνουν να καταλύσουν κάθε τι λογικό στα έργα τους και υπερβαίνοντας την πραγματικότητα επιχειρούν να φέρουν μπροστά μας μέσα από την τέχνη τα στοιχεία του φαινομενικά παράλογου, του ονείρου και της δημιουργικής φαντασίας. Μας προτείνουν ουσιαστικά να αφεθούμε ελεύθεροι από κάθε συμβατικότητα -ακόμη και αυτής της λογικής- και να διεισδύσουμε σε ένα κόσμο που οι ίδιοι έχουν προσεγγίσει, βρίσκουν υπέροχο και άκρως επαναστατικό.
Κύριο εργαλείο τους στην αρχή όταν η λογοτεχνία ήταν ο βασικός καλλιτεχνικός τομέας στον οποίο παραγόταν σουρεαλιστικό έργο, ήταν η αυτόματη γραφή. Κατά την αυτόματη γραφή ο λογισμός αποδεσμεύεται από τη λογική, σύνταξη και γραμματική καταλύονται και η συνείδηση εν είδει εκστατικής ιέρειας φέρει μέσα από το ασυνείδητο λόγους σαν χρησμούς, στίχους, περιγραφές, κείμενα κ.ο.κ. Μάλιστα ο Αντρέ Μπρετόν, ιδρυτής, τοποτηρητής που διέγραφε ή αποδεχόταν τα μέλη του σουρεαλιστικού κινήματος, ήταν δια ροπάλου αντίθετος με κάθε δευτερογενή επεξεργασία των παραγομένων κειμένων μέσω αυτόματης γραφής.
Αργότερα αντίστοιχες μέθοδοι χρησιμοποιήθηκαν και σε άλλες μορφές τέχνης περισσότερο εικαστικές. Στο σουρεαλισμό το τυχαίο παίζει μεγάλο ρόλο γιατί κατά κάποιο τρόπο είναι σαν το μαγκανοπήγαδο που αντλεί από το δοχείο της Κοσμικής πραγματικότητας. Οι σουρεαλιστές αναζητούν συνεχώς τρόπους για να μπαίνουν σε μια κατάσταση που προκαλεί ρωγμή στη λογική και το πραγματικό και έτσι προσπαθούν να περάσουν στο πεδίο που τους εμπνέει, κάνουν κάθε λογής πειράματα για να επιτυγχάνουν αυτή τη διάρρηξη. Μια από τις τεχνικές τους ήταν στις συναντήσεις τους να παίζουν διάφορα παιχνίδια με τα οποία παρήγαγαν καλλιτεχνικά έργα. Ήταν τα παιχνίδια αυτά γεννήτορες τυχαίων γεγονότων, ήταν τα αποτελέσματά τους εκδηλώσεις μιας βαθύτερης αλήθειας που βρίσκεται πίσω από το παραπέτασμα της λογικής; Αυτό το τυχαίο, φαινομενικό ή αληθινό γοήτευε τους σουρεαλιστές και ένιωθαν αγγίζοντάς το ότι επικοινωνούν με την ουσία των πραγμάτων, με τον ευρύτερο υπερρεαλιστικό κόσμο.

Ο μάγος που επικοινωνεί με τις τεχνικές του άμεσα με τον ευρύτερο κόσμο που περιέχει και το αόρατο, ο αστρολόγος που μπορεί να διαβάσει τα σημεία των καιρών στα άστρα, εκείνος που έστω και παθητικά μπορεί να επικοινωνεί με το υπερπέραν ασκούσαν μεγάλη γοητεία στους υπερρεαλιστές. Θεωρούσαν βέβαια οι περισσότεροι ότι αργά ή γρήγορα η επιστήμη της ψυχανάλυσης θα δώσει απαντήσεις σχετικές με τους μηχανισμούς που κρύβονται πίσω από τέτοια φαινόμενα. Η ερμηνεία των φαινομένων όμως καθόλου δεν τους ενδιαφέρει όταν δημιουργούν τα έργα τους. Χρησιμοποιούσαν, δανείζονταν, αφομοίωναν κάθε τεχνική που προέρχεται από την επιστήμη του απόκρυφου.
Όπως είναι αυτονόητο, όταν ένας καλλιτέχνης πασχίζει να απεξαρτηθεί από κάθε είδους συμβατικότητα και να έρθει σε επαφή με τις βαθιές κυρίαρχες δυνάμεις της φύσης, όταν αφήνει αχαλίνωτη τη φαντασία και επιχειρεί να συνδεθεί και να γνωρίσει την ψυχή ελευθερώνοντας το πνεύμα του, γίνεται αυτόματα και επαναστατικός αντιδρώντας σε κάθε είδους κατεστημένους κανόνες, δόγματα και κατασταλτικούς κοινωνικούς μηχανισμούς. Έτσι εξηγείται γιατί το σουρεαλιστικό κίνημα έχει τόσο αντιεξουσιαστικές τάσεις, συχνά καταγίνεται εναντίον της πνευματικής δυναστείας και συνάμα καθήλωσης που προκαλεί η θρησκεία, κυρίως η καθολική. Επιπλέον το σουρεαλιστικό κίνημα έλκεται από δύο κυρίαρχες δυνάμεις, αυτήν του έρωτα ως δημιουργικής αρχής και αυτή του χάους -θα μπορούσε να πει κανείς- ως καταλύτη της τάξης που προκαλεί η λογική.
Όλα αυτά βέβαια είναι η κατάλληλη συνταγή ώστε να αμφισβητήσουν οι σουρεαλιστές τη δικαιοδοσία της επίσημης εκκλησίας να κυριαρχεί στο ιερό και να επιχειρήσουν να πάρουν τη σκυτάλη για να επαναπροσδιορίσουν το ιερό. Έτσι αναπόφευκτα στην περίοδο αυτή αρχίζει να συγκλίνει η τέχνη με το ιερό – πνευματικό. Μπορούμε επιγραμματικά να διαπιστώσουμε ότι αντίστοιχα στον τομέα της επιστήμης, εμφανίζονται θεωρίες που προκαλούν το νου και τον ωθούν σε πολύ δυσνόητες με την απλή λογική διαπιστώσεις. Η θεωρία της σχετικότητας, η αρχή της απροσδιοριστίας, η κβαντική φυσική είναι κάποιες μόνο από αυτές τις θεωρίες που δείχνουν τη σύγκλιση επιστήμης και ιερού. Ακόμη και σήμερα τέχνη, επιστήμη και πνευματικό μοιάζουν να προσεγγίζονται σε μεγάλο βαθμό αποκτώντας κοινά πεδία ή τεχνικές που μοιάζουν η μία να δανείζεται από την άλλη.
Οι σουρεαλιστές λοιπόν βλέπουμε ότι αγγίζοντας την ψυχανάλυση και το όνειρο, χτύπησαν τη φλέβα της δυτικής εσωτερικής παράδοσης, διότι η γνώση της ψυχής είναι το κύριο θεμέλιό της και ο πνευματικός κόσμος το πεδίο της. Αλλά δεν ήταν μόνο έτσι τυχαία και εφαπτομενική η επίδραση του απόκρυφου στο σουρεαλισμό. Πολλοί ήταν εκείνοι που ερεύνησαν τις τέχνες και μελέτησαν τις πηγές των μυστηρίων οπότε ήρθαν σε επαφή με κρίκους της αλυσίδας που μας φέρνει στο σήμερα την αρχαία γνώση.

Ο ίδιος ο Μπρετόν που σε όλη την διάρκεια της ζωής του σε μεγάλο βαθμό καθόριζε τι ακριβώς είναι ο σουρεαλισμός και ποιοι καλλιτέχνες μπορούν να θεωρούνται γνήσιοι σουρεαλιστές, διαβάζουμε στη βιογραφία του, ήθελε να διασώσει από τις θρησκείες ό,τι ανταποκρινόταν στις δικαιολογημένες επιθυμίες του ανθρώπου: όχι την πίστη στην μελλούμενη ζωή που του φαινόταν υπερβολική ευπιστία, ούτε την πίστη ενός Ουράνιου Πατέρα, πράγμα που στα μάτια του ισοδυναμούσε με την επέκταση στο σύμπαν της πατριαρχικής τυραννίας, αλλά τη βαθιά ανάγκη για έκσταση και αποκάλυψη, για άμεση και διαισθητική επικοινωνία με τα μυστικά της φύσης.
Ο Μπρετόν ασχολήθηκε με την εξέταση όσων στοιχείων -από τους μύθους, το τυπικό και τις δοξασίες των πρωτογόνων θρησκειών και των αιρέσεων που ξέσπασαν κάτω από την βαριά σκιά του Χριστιανισμού- άξιζαν τον κόπο να ξαναβγούν στην επιφάνεια με τη βοήθεια του σύγχρονου πνεύματος και να περιληφθούν στη συγκρότηση μιας νέας ηθικής.
Αναζητούσε το ιερό στοιχείο στην καθημερινή ζωή και είχε βαλθεί να αποδείξει ότι υπήρχε και σχετίζεται με τις ίδιες τις ηθικές ιδιότητες της ύλης και της ζωής. Πίστευε στο «αντικειμενικό τυχαίο» το οποίο κατά τη γνώμη του εκδηλώνει για τον άνθρωπο μια αναγκαιότητα που του διαφεύγει παρόλο που την αισθάνεται σαν ζωντανή ανάγκη. Συνάμα με αυτό το αντικειμενικά τυχαίο, πίστευε στην εξαιρετική συνδρομή ως μια πραγματική μέθοδο σωτηρίας. Ότι δηλαδή εξαιτίας της απελπισίας που προκαλεί βαθιά πνευματική αποθάρρυνση, κάποια στιγμή σχεδόν νομοτελειακά έρχεται μια αποκάλυψη που μπορεί να βγάλει το πνεύμα από αυτή την κατάσταση, με την προϋπόθεση ότι δε θα παρακάμψει ούτε θα επιχειρήσει να μειώσει την αποθάρρυνση, αλλά αντίθετα θα την αποδεχθεί αδιαμαρτύρητα και θα την αντικρίσει κατάματα και θα αφεθεί ” στο χώρο του πνεύματος κάθε φορά που αφέθηκα να βουλιάζω χωρίς αντίσταση στην πλήξη, συνάντησα λύσεις απρόβλεπτες, που δε θα μπορούσα να αναζητήσω τέτοιες στιγμές, κι ορισμένες απ’ αυτές έγιναν για μένα λόγος ύπαρξης.”
Στο αντιθρησκευτικό του μένος, αντιπαραθέτει απέναντι στους «άθλιους παπάδες» τις γυναίκες με το χάρισμα της προφητείας και τις θεωρεί τους μόνους θεματοφύλακες του απόρρητου. Τις εξορκίζει να διαδώσουν σε όλο τον κόσμο το μεγάλο λόγο του ευαγγελισμού, θεωρεί δε ότι το προφητικό τους χάρισμα ελάχιστα διαφέρει από την ποιητική.
Μαζί με τον άλλο μεγάλο σουρεαλιστή Μαξ Έρνστ έχουν επίσημη μάντισσά τους την κυρία Σακκό. Μάλιστα ο Μπρετόν διατυπώνει ότι ο άνθρωπος πρέπει να παίρνει διαταγές από το χώρο του υπερφυσικού, να καιροφυλακτεί δηλαδή για όλα τα φαινόμενα που τον καλούν να βγει από τους συνηθισμένους και λογικούς δρόμους της πραγματικότητας.
Στο δεύτερο Μανιφέστο του σουρεαλισμού, γραμμένο το 1929 διαβάζουμε ότι «θα ήταν εξαιρετικά χρήσιμο να προχωρήσουμε προς την κατεύθυνση μιας σοβαρής ανάγνωσης εκείνων των επιστημών που από πολλές απόψεις έχουν εντελώς δυσφημιστεί, όπως η αστρολογία από τις παλιές, και από τις σύγχρονες η μεταψυχική. Πρέπει να αντιμετωπίσουμε αυτές τις επιστήμες με τη λιγότερη δυνατή δυσπιστία, και για αυτό είναι αρκετό, και στις δύο περιπτώσεις, να σχηματίσουμε μια ακριβή, θετική εικόνα του νόμου των πιθανοτήτων».
Ήταν πολύ σοβαρός μελετητής της αστρολογίας, κατάστρωνε αστρολογικούς χάρτες με όλους τους κανόνες της υψηλής μαγείας, για να συνδυάσει γεγονότα, να ερμηνεύσει τη γέννηση του σουρεαλισμού και την επίδρασή του στην εξέλιξη της ανθρωπότητας, τους βίους φίλων κλπ.
Παράλληλα έγραφε για την Αλχημεία : «παρακαλώ να θελήσουν να προσέξουν ότι οι υπερρεαλιστικές έρευνες παρουσιάζουν αξιοσημείωτη αναλογία ως προς τους στόχους τους με τις έρευνες των αλχημιστών: Ο φιλοσοφικός λίθος δεν είναι τίποτε άλλο παρά αυτό που θα επέτρεπε στη φαντασία του ανθρώπου να πάρει σ όλα τα πράγματα μια θεαματική εκδίκηση». Επηρεάζεται από τον Αλχημιστή Nicolas Flamel και με τη δράση και παρότρυνσή του ξαναφέρνει στην επιφάνεια τα σύμβολα των Αλχημιστών και των μάγων, ειδικά όσα περιέχονται στα «Δώδεκα κλειδιά της φιλοσοφίας» του Basile Valentin. To βιβλίο του «Αρκάνα 17» με τίτλο δανεισμένο από το Ταρώ και την Καββάλα , είναι ένα μυητικό ονειροπόλημα, όπου με εναλλακτική θέαση της φύσης και της αγαπημένης του γυναίκας ο ποιητής φτάνει στο κοινό τους στοιχείο, τη γνώση των μυστηρίων του σύμπαντος.
Το Μεγάλο έργο των Αλχημιστών επηρέασε λοιπόν τον «Πάπα» των Σουρεαλιστών. Τον επηρέασε βέβαια τόσο σε βαθμό συμβολικό όσο και κυριολεκτικό μιας κι ο Μπρετόν εξασκούσε πτυχές του αποκρυφισμού. Η Μελέτη των μεγάλων Διδάσκαλων του εσωτερισμού και η εξέταση των προβλημάτων που ήθελαν να λύσουν επιδρά διεγερτικά για το πνεύμα του. Η θέση του ήταν ότι ο σουρεαλισμός οφείλει να προχωρήσει ακόμη περισσότερο: πρέπει να εξιχνιάσει το απόκρυφο και να αποκρυπτογραφήσει όλα τα άλλα. Με τη δράση του ήθελε να αποσπάσει από την ερμητική παράδοση ό,τι θα μπορούσε να προσαρμοστεί στη σύγχρονη ζωή και να εξάρει τις αξίες της ζωής, ώστε να τους δώσει μια μαγική λάμψη.
Φυσικά ο Μπρετόν σε καμία περίπτωση δεν είναι από μόνος του όλο το σουρεαλιστικό κίνημα που κρατεί μέχρι και τις μέρες μας ως κίνημα και ως πεδίο καλλιτεχνικής δημιουργίας. Χιλιάδες είναι οι σουρεαλιστές και κάθε ένας τους τελείως ελεύθερα ακολουθεί τη δική του διαδρομή, έχει τα δικά του δόγματα και πεποιθήσεις. Πώς θα μπορούσε να είναι άλλωστε διαφορετικά σε ένα κίνημα που υποστηρίζει την ελευθερία ως υπέρτατο αγαθό;
Αρκετά χρόνια όμως πέρασαν από τότε που άρχισαν να γίνονται οι πρώτες συναντήσεις των σουρεαλιστών ποιητών. Μέσα σε αυτά τα χρόνια κι άλλες καλλιτεχνικές τάσεις εμφανίστηκαν. Πολλοί σουρεαλιστές ακολούθησαν δική τους διαδρομή ξεφεύγοντας από τις καθαρά σουρεαλιστικές αρχές. Πολλοί άλλοι κατοπινοί επηρεάστηκαν, εξέλιξαν την τέχνη τους αφομοιώνοντας στοιχεία και κινήθηκαν σε παράλληλους δρόμους, δρόμους όμως που χάραξε πρώτος ο σουρεαλισμός διακηρύσσοντας την απόλυτη ελευθερία του πνεύματος και της δημιουργικής φαντασίας να διεισδύει και να αντλεί από τις πιο απόμακρες περιοχές του εκδηλωμένου και του ανεκδήλωτου κόσμου. Άλλοι αποποιήθηκαν το σουρεαλισμό αναπτύσσοντας ένα δικό τους σχήμα. Άλλοι παρέμειναν πιστοί και αυτοπροσδιορίζονται ακόμη ως σουρεαλιστές. Άλλοι ποτέ δεν κινήθηκαν στα πεδία του σουρεαλισμού αλλά επηρεάστηκαν βαθύτατα. Το κοινό σύνολο όλων αυτών είναι ότι ο σουρεαλισμός έθεσε ξανά από την αρχή καινούριες βάσεις στη σχέση της τέχνης με το ιερό.

Παραδείγματα υπάρχουν πολλά και είναι πράγματι δύσκολο να αποδείξει κανείς την σχέση που μπορεί να έχει ένας καλλιτέχνης με το απόκρυφο, εξαιτίας κυρίως αυτής καθ' αυτής της φύσης του απόκρυφου και του ερευνητή του που συνήθως προτιμά να μένει στην αφάνεια. Όμως μπορούμε να εξετάσουμε δειγματοληπτικά ορισμένους καλλιτέχνες κάτω από δύο σκοπιές. Από τη μία εντοπίζοντας στα έργα τους τα στοιχεία εκείνα που μαρτυρούν τη σχέση τους με τα θέματα του απόκρυφου, από την άλλη εντοπίζοντας στην έρευνά τους διαπιστώσεις που μέχρι πρότινος ανήκαν στις περιοχές που συνήθως προσεγγίζει κανείς μέσα από τη μαθητεία στις απόκρυφες επιστήμες.
Βέβαια περιπτώσεις καλλιτεχνών που ατομικά χρησιμοποιούσαν υλικό από τις απόκρυφες επιστήμες υπήρχαν σε όλες τις εποχές και τα καλλιτεχνικά κινήματα. Όμως την ριζοσπαστική τομή όπου οι μέθοδοι εργασίας της καλλιτεχνικής δημιουργίας πλησιάζουν τόσο πολύ αυτές των απόκρυφων επιστημών την έκανε ο σουρεαλισμός απελευθερώνοντας τη δημιουργική φαντασία, εμμένοντας στην ανάγκη για έναν καλύτερο κόσμο για όλους, αποκαθιστώντας την αξία του ονειρικού και του υποσυνείδητου.
Πηγαίνοντας στο μακρινό Μεξικό εντοπίζει κανείς την Φρίντα Κάρλο ζωγράφο με έντονη προσωπικότητα και πολύ ανεξάρτητο πνεύμα. Σουρεαλίστρια, σύντροφος του Ντιέγκο Ριβιέρα άλλου πολύ σημαντικού μεξικανού ζωγράφου, αλλά και ερωτευμένη με τον Λέοντα Τρότσκι, ηγετικό στέλεχος της ρωσικής επανάστασης. Παρότι λοιπόν σε ένα κλίμα με χαρακτήρα υλιστικό, δε δίστασε να ζωγραφίσει την αυτοπροσωπογραφία της με ένα επιπλέον μάτι στο μέτωπο, εκεί που οι εσωτερικές παραδόσεις τοποθετούν το τρίτο μάτι. Είναι άραγε τυχαίο που αντίστοιχες αναφορές συναντούμε και σε άλλα έργα της;
Η Ithell Colquhoun ζούσε στην Κορνουάλη και ήταν σημαντική Βρετανίδα υπερρεαλίστρια ζωγράφος, συγγραφέας και ποιήτρια, επινόησε νέες σουρεαλιστικές δράσεις επηρεασμένες από μαγικές τεχνικές (graphomania, stillomania, και parsemage). Απορρίφθηκε από την ομάδα των σουρεαλιστών του Λονδίνου διότι δεν ήθελε να ενστερνιστεί τον απόλυτα δογματικό τους χαρακτήρα. Παρόλα αυτά χαρακτηρίστηκε σαν το πιο δυναμικό και επινοητικό μέλος τους. Συμπλήρωνε τα έργα της με θεωρητικά κείμενα αλλά και φανταστικές σουρεαλιστικές αναφορές. Είναι συγγραφέας ενός εσωτερικού μυθιστορήματος «The Goose of Hermogenes», καββαλίστρια, μέλος του τάγματος της Χρυσής Αυγής από όπου αποχώρησε για να γίνει και αργότερα μέλος του τάγματος Ο.Τ.Ο.
Ο Ολλανδός ζωγράφος Johfra Bosschart είναι ένας ακόμη καλλιτέχνης που δημιουργεί πατώντας στέρεα στο σουρεαλισμό και τον εσωτερισμό. Είναι μια περίπτωση που μπορεί κανείς να αναγνωρίσει την καταλληλότητα των τεχνικών που προέρχονται από την μαθητεία στις απόκρυφες επιστήμες για την παραγωγή σουρεαλιστικού έργου. Για μια εκτενή ανάλυση της ζωής και του έργου του μπορεί κανείς να ανατρέξει στο άρθρο Johfra Bosschart: Ο Ζωγράφος της Ψυχής.
Τον Καντίνσκι, αν και αρνήθηκε οποιαδήποτε σχέση με το σουρεαλιστικό κίνημα και τον κατατάσσουν συνήθως στον εξπρεσιονισμό για λόγους ταξινομικούς, μπορούμε να τον αναφέρουμε αφενός διότι εργάστηκε την ίδια περίοδο με την έναρξη του σουρεαλιστικού κινήματος και τον απασχόλησαν αντίστοιχα ζητήματα με αυτά που απασχόλησαν και τους σουρεαλιστές. Μάλιστα μπορεί κανείς να διακρίνει ομοιότητες σε κάποια έργα του με κάποια τού Μιρό. Ο Καντίνσκι αφετέρου ήταν μελετητής των θεωριών τηςΘεοσοφικής Εταιρείας και ιδιαίτερα της Ανθρωποσοφίας. Από αυτές τις εσωτερικές του μελέτες πηγάζουν οι αντιλήψεις του περί της εσωτερικής αξίας των χρωμάτων και των σχημάτων που αναλύονται στα βιβλία του «Για το πνευματικό στην τέχνη» και «Σημείο-Γραμμή-Επίπεδο». Οι θεωρίες του Καντίνσκι χαίρουν ευρύτατης εκτίμησης στους εικαστικούς σουρεαλιστικούς κύκλους. Χρησιμοποιούνται ως εργαλεία ερμηνείας των έργων που πηγάζουν κατευθείαν από το υποσυνείδητο αλλά και σαν οδηγοί για τα χρώματα και τα σχήματα έργων που ο καλλιτέχνης θέλει να φέρουν συγκεκριμένες πνευματικές αξίες.

Τα έργα του Σαλβατόρε Νταλί είναι γεμάτα με αναφορές θεματολογικές και συμβολικές που έχουν προέλευση και από το Ιερό, τη ζωή του Χριστού, αλλά και από το χώρο του αποκρυφισμού. Πέρα από τα ζωγραφικά του έργα, φιλοτέχνησε μια τράπουλα Ταρώ, εγχείρημα που ακόμη και καθ υπαγόρευση και κάτω από καθοδήγηση οδηγεί τον καλλιτέχνη, αλλά κι όποιον καταγίνεται με κάτι τέτοιο, σε μια όχι και τόσο επιφανειακή επαφή με το θέμα.
Στο βιβλίο «Max Ernst and alchemy: a magician in search of myth» του M. E. Warlick, γίνεται μια εκτενέστατη και λεπτομερειακή αναφορά της σχέσης που είχε ο Έρνστ με το απόκρυφο. Φαίνεται σε μεγάλο βαθμό ότι είχε αφιερώσει θα έλεγε κανείς την ζωή του στην έρευνα του απόκρυφου. Παρέα με τον επίσης σημαντικό σουρεαλιστή Χανς Αρπ που ήταν επηρεασμένος βαθύτατα από τον Γιάκομπ Μπέμε, έναν Γερμανό Αλχημιστή, περιφέρονταν σε παλιές γειτονιές γνωστών Αλχημιστών της κεντρικής Ευρώπης αναζητώντας στοιχεία της πραγματικότητας που να συνδέονται με τις μυθολογικές δοξασίες. Στη ζωή τους σε μεγάλο βαθμό μπορεί να ισχυριστεί κανείς ότι επιδίωκαν να βιώνουν την καθημερινότητα σαν να κινούνται σε μυθολογικές ατραπούς. Αυτό, πέρα από την καθ' αυτό συμβολή στην αποκρυφιστική τους εργασία και έρευνα, τούς ενεργοποιούσε τη φαντασία, τούς έδινε αστείρευτο υλικό για την ποιητική και εικαστική τους παραγωγή. Στην εντατική αποκρυφιστική τους έρευνα συνδέθηκαν με τον Φραντς Χένσελερ, ένα διάμεσο που επικοινωνούσε με ένα πνεύμα ονόματι Macchab. Ήρθαν σε επαφή με αγνοούμενους από τον πόλεμο συντρόφους και διαπίστωσαν επικοινωνώντας μαζί τους το θάνατό τους. Η κατάληξη του Χενσελερ ήταν η παράνοια και τελικά ο θάνατος, όμως με τις συναντήσεις τους έφτασαν να χρησιμοποιούν την αυτόματη γραφή τόσο για πνευματιστικούς σκοπούς όσο και τελικά για σουρεαλιστικό έργο.

Έλληνες σουρεαλιστές
Αυτά τα παραδείγματα των πρωτοπόρων σουρεαλιστών της Ευρώπης όπου εμφανίζεται ο σουρεαλισμός μας φανερώνουν την επίδραση του αποκρυφισμού στο κίνημα του σουρεαλισμού. Όμως γρήγορα ο σουρεαλισμός ήρθε και στην Ελλάδα, μάλιστα με καλλιτέχνες πολύ ισχυρούς, διαχρονικούς, που στάθηκαν πρωτοπόροι στην παγκόσμια καλλιτεχνική σκηνή. Εγγονόπουλος, Ελύτης, Εμπειρίκος, Κάλας, είναι σημαντικοί καλλιτέχνες με συγγραφικό, ποιητικό και εικαστικό έργο.
Ο Εγγονόπουλος στο ποιητικό του ντεμπούτο προκάλεσε θύελλες στα ποιητικά χρονικά για να αναγνωριστεί αργότερα, κάτι που άλλωστε ήταν σχεδόν κανόνας για το νέο ριζοσπαστικό κίνημα του σουρεαλισμού. Αν εξετάσει κανείς τη θεματολογία και το περιεχόμενο των ποιημάτων αλλά και των ζωγραφικών του έργων, θα αντιληφθεί ότι υπάρχει σαφέστατη επιρροή από θέματα που σχετίζονται με ζητήματα που απασχολούν τον αποκρυφισμό, αλλά και μια σαφέστατη αναγνώριση της δράσης των Τεκτόνων στις κοινωνικές ανατροπές και την καλλιέργεια πνεύματος ελπίδας για ένα πιο δίκαιο και ελεύθερο κόσμο. Έτσι, για παράδειγμα, στο ποιητικό του έργο Μπολιβάρ συνδέει την μορφή του Λατινοαμερικάνου απελευθερωτή με τις ηρωϊκές φυσιογνωμίες του απελευθερωτικού αγώνα του 1821 στην Ελλάδα. Στο τέλος του ποιήματός του διαλέγει να βάλει επωδό τον χορό των Ελευθεροτεκτόνων:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου